τριβομένων

τριβομένων
τρῑβομένων , τρίβω
rub
pres part mp fem gen pl
τρῑβομένων , τρίβω
rub
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευθειάζω — (Μ εὐθειάζω) κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, τό ισιώνω μσν. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. τακτοποιώ 3. επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. τού ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > *φθειάζω με σίγηση τού αρχικού προτονικού… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικός — ή, ό (Α λιπαντικός, ή, όν) [λιπαίνω] αυτός που αναφέρεται στη λίπανση ή χρησιμεύει για λίπανση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιπαντικό (χημ. τεχνολ.) στερεό ή ρευστό προϊόν που χρησιμοποιείται για να μειώνει την τριβή και τη φθορά δύο τριβόμενων… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και …   Dictionary of Greek

  • χθες — χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. στο κοντινό… …   Dictionary of Greek

  • ψαφοτριβέων — Α (κατά τον Ησύχ.) «περὶ τοὺς λόγους τριβομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος* + τρίβω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”